ἄκνηστις

ἄκνηστις
ἄκνησ-τις, ιος, ,
A spine or backbone of animals, Od.10.161 (nisi leg. κατὰ κνῆστιν), A.R.4.1403; also

τὸ μέσον τῆς ὀσφύος Poll.2.179

.
II stinging-nettle, = ἀκαλήφη, Nic.Th.52 (other expl. ap. Sch. ad loc.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άκνηστις — ἄκνηστις (ιος), η (Α) η σπονδυλική στήλη τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οφείλεται σε κακό χωρισμό τής λέξεως από τη συνεκφορά της στη φρ. κατά κνῆστιν > κατ’ ἄκνηστιν δηλ. ο ορθός τ. τής λ. είναι κνῆστις* «μαχαίρι για το τρίψιμο τού τυριού, ξύστρα».… …   Dictionary of Greek

  • ἄκνηστις — spine fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκνηστιν — ἄκνηστις spine fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”